μπογια(ν)τίζω

μπογια(ν)τίζω
μπογιά(ν)τισα, μπογια(ν)τισμένος, βάφω, χρωματίζω: Μπογιάτισα τους τοίχους του δωματίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”